incumplir - ορισμός. Τι είναι το incumplir
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι incumplir - ορισμός


incumplir      
Sinónimos
verbo
2) pecar: pecar, claudicar, caer, perder, caer en falta, quedar mal, hacer birria
Antónimos
verbo
Palabras Relacionadas
incumplir      
verbo trans.
No llevar a efecto, dejar de cumplir.
incumplir      
incumplir
1 tr. *Desobedecer o *infringir una orden o una disposición.
2 No cumplir un contrato, compromiso, promesa, etc. Faltar a, infringir, faltar a su palabra, perjurar[se], quebrantar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για incumplir
1. Todos ellos han sido condenados por incumplir las leyes cubanas.
2. Incumplir las normas tiene altos costes en la salud.
3. No hay forma de que el Reino Unido demande a España por incumplir sus objetivos.
4. Incumplir contratos Ante esta situación, en medios agrarios muchos agricultores se han planteado la posibilidad de incumplir esos contratos y comercializar la pipa o el cereal en el mercado para consumo.
5. "La federación quiere incumplir la ley", señala el presidente del club, que también recuerda que el Consejo Superior de Deportes (CSD) "está por encima de cualquier federación deportiva" y que ningún organismo puede incumplir sus decisiones.
Τι είναι incumplir - ορισμός